Η Δόμνα Βισβίζη, που κατάγεται από την Αίνο, μαζί με τον σύζυγό της
Αντώνη και τα πέντε παιδιά της, ήταν ανάμεσα στους πολλούς Θρακιώτες που
κατατάχθηκαν στα τμήματα του πρώτου ελληνικού στρατού και διέθεσαν τα
καράβια και τις περιουσίες τους στον κοινό αγώνα για την κατάκτηση της
Ελευθερίας. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του συζύγου τους η Δόμνα Βιζβίζη
παίρνει στα χέρια της τη μοίρα του καραβιού «Καλομοίρα» και των 140
ναυτών, συμμετέχοντας σε ναυμαχίες, πολιορκίες και καταδρομές. Ο καιρός
περνά και μαζί του και τα γρόσια και τα δίστηλα εξανεμίζονται. Τα έξοδα
για τη διατήρηση και τη διαρκή πολεμική ετοιμότητα ενός καραβιού με 16
κανόνια και 140 ναύτες είναι δυσβάσταχτα. Έτσι η «Καλομοίρα» ασυντήρητη
δεν είναι πια ικανή να συνεχίσει την ένδοξη δραστηριότητά της. Τον
Σεπτέμβριο του 1824 βρίσκεται στα χέρια του Κράτους, καθώς η Δόμνα
Βισβίζη είχε αναγκαστεί να την παραχωρήσει καθώς ήταν το τελευταίο που
της απέμεινε από τα υπάρχοντά της. Την παρακολουθούμε μέσα από έγγραφα
που σώθηκαν στα ελληνικά αρχεία – να τριγυρνά από τόπο σε τόπο, την
Ερμιόνη, το Ναύπλιο, την Ερμούπολη της Σύρου στερημένη, περιφρονημένη,
άστεγη με τα πέντε παιδιά της, να προστρέχει «εις το έλεος της σεβαστής
επιτροπής της Ελλάδας και να ζητά βοήθεια»…
Η ηρωική στάση της, η αντρίκια παλικαριά της, η αγέρωχη αντιμετώπιση της
μοίρας στις κρίσιμες στιγμές της ζωής της και του αγώνα την
αναδεικνύουν πρόσωπο πρωταγωνιστικό. Την υψώνουν σε δυσθεώρητα μεγέθη
και την κατατάσσουν τουλάχιστον στην ίδια θέση με την Μπουμπουλίνα και
τη Μαντώ Μαυρογένους.